- συγχαροῦν
- συγχαίρωrejoice withfut part act masc voc sg (attic epic doric)συγχαίρωrejoice withfut part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγιοθοδωρήσια — τα [αγιοθοδωρίζω] 1. γεύμα που παραθέτει εκείνος που «αγιοθοδωρίζει» σε όσους έρχονται να τόν συγχαρούν στο σπίτι του μετά τη λειτουργία τών Προηγιασμένων 2. οι καρποί που προσφέρει αυτός που «αγιοθοδωρίζει» στην ίδια περίσταση … Dictionary of Greek
Αθεϊκά — Χαρακτηρισμός που επικράτησε να δίνεται στον κύκλο των επεισοδίων και των διωγμών που σημειώθηκαν στον Βόλο το 1908, με την ίδρυση του Ανώτερου Δημοτικού Παρθεναγωγείου και τη δημιουργία του Εργατικού Κέντρου Βόλου. Ο κύκλος έκλεισε με τη δίκη… … Dictionary of Greek
Αλέξανδρος ο Μέγας — (Πέλλα 356 – Βαβυλώνα 323 π.Χ.). Βασιλιάς της Μακεδονίας (336–323), γιος του Φιλίππου B’ και της Ολυμπιάδας, κόρης του βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου Νεοπτολέμου. Προικισμένος με σπάνια σωματική αντοχή και δύναμη (που του επέτρεψε να γυμνάσει… … Dictionary of Greek